μαστός
111τσιτσί — το, Ν (στην γλώσσα τών νηπίων) το κρέας, καθώς και κάθε φαγητό από κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας σχηματισμένη από τον αρχ. τ. τιτθίον «μικρός μαστός». Ανάλογοι τ. απαντούν στο παιδικό λεξιλόγιο και άλλων γλωσσών (πρβλ. ιταλ. ciccia,… …
112υπέρμαζος — ον, Μ αυτός που βρίσκεται πάνω από το στήθος, πάνω από τους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + μαζός, ιων. τ. τού μαστός (πρβλ. μονό μαζος)] …
113υπήτριον — τὸ, Α 1. το μέρος τού σώματος κάτω από το ἦτρον*, το υπογάστριο 2. (κατά τον Αθήν.) «οὖθαρ, μαστός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἦτρον «υπογάστριο»] …
114υπερμαζώ — (I) άω, ΜΑ 1. είμαι παραχορτάτος 2. ζω μέσα σε υπέρμετρα τρυφηλό θίο («ἐπὶ τῷ ἀξιώματι ὑπερμαζήσας», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + μᾶζα]. (II) άω, Μ έχω τους μαστούς γεμάτους γάλα ή έχω μεγάλους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μαζός, ιων. τ.… …
115υπερτέλλω — Α 1. (κυρίως για τον ήλιο) ανυψώνομαι πάνω από κάτι, ανατέλλω 2. φαίνομαι πάνω από κάτι («φαρέων μαστὸς ὑπερτέλλων», Ευρ.) 3. (για λίθο) κρέμομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου («Τάνταλος κορυφῆς ὑπερτέλλοντα δειμαίνων πέτρον ἀέρι ποτᾱται», Ευρ.).… …
116υπομάζιος — α, ο / ὑπομάζιος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό 2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν) (λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν μσν. αρχ. 1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει 2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.) ὁ ὑπομάζιος και τὸ… …
117υπομάστιος — και ὑπομάσθιος, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μαστό και, κυρίως για βρέφος, αυτός που θηλάζει, υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαστός / μασθός + κατάλ. ιος] …
118υπομαζίδιος — ον, ΜΑ υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαζός, ιων. τ. τού μαστός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος)] …
119υποτίτθιος — και ὑποτίθιος, ον, ΜΑ 1. αυτός που θηλάζει ακόμη, ὑπομάζιος*. βυζανιάρικος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποτίτθια τα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τιτθός «μικρός μαστός» + κατάλ. ιος (πρβλ. ἐπι μάστ ιος)] …
120υποτιτθίδιος — ον, Α ὑποτίτθιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τιτθός «μικρός μαστός» + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ιος)] …