μαστός
101προμάζιον — τὸ, Α ένδυμα που φοριόταν μπροστά από το στήθος, κάτι ανάλογο με τη σημερινή ποδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαζός, επικός και ιων. τ. τού μαστός + επίθημα ιον] …
102προσμάσθιος — ον, Α (για βρέφος) αυτός που βρίσκεται στην ηλικία τού θηλασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μασθός άλλος τ. τού μαστός* (πρβλ. υπο μάσθιος)] …
103πρόμαστος — ον, Α [μαστός] αυτός που έχει εξέχοντες μαστούς …
104ρυσός — και ῥυσσός, ή, όν, Α γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. *Fῥῡ με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με… …
105σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… …
106στερνοκλειδομαστοειδής — ές, Ν φρ. «στερνοκλειδομαστοειδής μυς» ανατ. μυς τής προσθιοπλάγιας επιφάνειας τού τραχήλου που εκφύεται από τη λαβή τού στέρνου και το έσω τριτημόριο τής κλείδας και καταφύεται στη μαστοειδή απόφυση τού κροταφικού και το έξω ημιμόριο τής άνω… …
107στοματικός — ή, ό / στοματικός, ή, όν ΝΜΑ [στόμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στόμα (α. «στοματική κοιλότητα» β. «στοματικό νόσημα») νεοελλ. φρ. α) «στοματικό κύτταρο» βοτ. καθένα από τα δύο νεφροειδή κύτταρα που περιβάλλουν το στόμα τών φύλλων… …
108τηθίον — τὸ, Α [τήθη] (κατά τον Ζων.) «τηθίον ὁ μαστός» …
109τιτθίον — τὸ, Α [τιτθός] (υποκορ. τού τιτθός) μικρός μαστός, βυζάκι …
110τιτθολαβώ — έω, Α ψηλαφώ τους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιτθός «μαστός» + λαβῶ (< λάβος < λαμβάνω), πρβλ. ἐργο λαβῶ] …