μαστοί

  • 21στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …

    Dictionary of Greek

  • 22φάγυλοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαστοί, μάρσιπποι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα υλος (πρβλ. δάκτ υλος, σφόνδ υλος). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τους μαστούς, πιθ. λόγω τού ότι από αυτούς τρέφονται τα …

    Dictionary of Greek

  • 23Αγάθη — I (3ος αι. μ.Χ.).Χριστιανή μάρτυς που καταγόταν από τη Σικελία και μαρτύρησε στην Κατάνη (Σικελία). Οι πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή της, είναι ελάχιστες. Κατά την παράδοση, η Α. ήταν μια όμορφη νέα από αρχοντική οικογένεια. Επειδή αρνήθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 24Αγαθόκλεια — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασίλισσα της Βακτριανής (μέσα 2ου αι. π.Χ.), ίσως σύζυγος του βασιλιά της χώρας αυτής, Στράτωνα. Εικονίζεται σε πολλά νομίσματα της Βακτριανής (σημερινού Τουρκεστάν και μέρους του Αφγανιστάν). Ήταν ελληνικής… …

    Dictionary of Greek

  • 25αιγομαστία — Περίπτωση κατά την οποία οι μαστοί της γυναίκας μακραίνουν πέρα από το φυσιολογικό όριο και θυμίζουν τη μορφή των μαστών της αίγας. Η α. δεν οφείλεται σε παθολογικά αίτια, αλλά είναι επίκτητη και έχει άμεση σχέση με τον τρόπο θηλασμού των βρεφών …

    Dictionary of Greek

  • 26ανθρωποειδή ή ανθρωποειδείς πίθηκοι — Ομάδα ανώτερων πρωτευόντων θηλαστικών, που μαζί με την οικογένεια των ανθρωπιδών, η οποία σήμερα αποτελείται μόνο από το γένος άνθρωπος, συγκροτούν την υπεροικογένεια των α. Περιλαμβάνει δύο οικογένειες, των υλοβατιδών (γίβωνες ή μικροί α.… …

    Dictionary of Greek

  • 27Πουλένκ, Φρανσίς — (Poulenc, Παρίσι 1899 – 1963). Γάλλος συνθέτης και πιανίστας. Ξεκίνησε με κλασικές σπουδές, αλλά επέβαλε το σίγουρο μουσικό του ταλέντο κατά τη διάρκεια της πολύχρονης στρατιωτικής του θητείας με τα Mouvements perpétuels (1918) για πιάνο, τα… …

    Dictionary of Greek

  • 28υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός — Λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό πρωτοποριακό κίνημα του προηγούμενου αιώνα. Διακρίνεται από τα άλλα πρωτοποριακά κινήματα για την τάση να παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών και αρχών, η ουσία του οποίου δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνική …

    Dictionary of Greek

  • 29στήθος — στήθος, το και στήθι, το 1. το μπροστινό μέρος του θώρακα: Πρόβαλε γυμνό το στήθος του. 2. μαστοί της γυναίκας: Άφησε σχεδόν ακάλυπτο το ωραίο στήθος της. 3. φρ., «Απάγγειλε από στήθους», απέξω, χωρίς χειρόγραφο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)