μαστοί
11κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… …
12κόρφος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 469 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στον Σαρωνικό κόλπο, 45 χλμ. ΝΑ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σολυγείας. Ο οικισμός Κόρφος του νομού Κορινθίας, στον… …
13μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …
14μικρομαστία — η ιατρ. δυσπλασία τών μαστών, κατά την οποία ο ένας ή και οι δύο μαστοί έχουν αφύσικα μικρό μέγεθος σε σχέση με τις διαστάσεις τού σώματος …
15ομφάκιον — ὀμφάκιον, τὸ (Α) [όμφαξ] 1. χυμός άγουρων σταφυλιών 2. έλαιο που λαμβάνεται από άγουρες ελιές, αγουρόλαδο 3. στον πληθ. τὰ ὀμφάκια οι σκληροί μαστοί μικρής σε ηλικία κοπέλας («ὀμφάκια μῆλα τοῡ στέρνου», Αρισταίν.) …
16ορθοτίτθιος — ὀρθοτίτθιος και ὀρθότιτθος, ον (ΑΜ) (για γυναίκα) αυτή τής οποίας οι μαστοί προεξέχουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τίτθιος / τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπο τίτθιος / υπό τιτθος] …
17πηγάζω — ΝΜΑ [πηγή] 1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ 2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ. γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῡ Υἱοῡ… …
18πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… …
19ρύακας — ο / ῥύαξ, ακος, ΝΑ νεοελλ. το ρυάκι αρχ. 1. ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος 2. καθετί που αναβλύζει από τη γη και εκχύνεται και ιδίως η λάβα τών ηφαιστείων (α. «ἐρρύη δὲ... ὁ ῥύαξ τοῡ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης», Θουκ. β. «ἐφθαρμένων γὰρ τῶν παρὰ τὴν θάλασσαν …
20σπαργώνω — Ν γεμίζουν οι μαστοί μου γάλα, σπαργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαργῶ, άω «είμαι σφριγηλός, γεμάτος χυμούς», κατά τα ρ. σε ώνω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. *σπαργῶ, όω (πρβλ. και σπάργωσις)] …