μασταρύζω
1μασταρύζω — mumble pres subj act 1st sg μασταρύζω mumble pres ind act 1st sg …
2μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… …
3μασταρύζει — μασταρύζω mumble pres ind mp 2nd sg μασταρύζω mumble pres ind act 3rd sg …
4μασταρύζειν — μασταρύζω mumble pres inf act (attic epic) …
5μασταρίζειν — (Α) βλ. μασταρύζω …
6μαστηρύζειν — (Α) βλ. μασταρύζω …