μασσᾰλιήτης

  • 1Μασσαλιώτης — ο, θηλ. Μασσαλιώτισσα και Μασσαλιώτιδα (Α Μασσαλιώτης και Μασσαλιήτης, θηλ. Μασσαλιῶτις) [Μασσαλία] ο κάτοικος τής Μασσαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μασσαλία νεοελλ. (το θηλ. ως προσηγορικό) η μασσαλιώτιδα ο εθνικός ύμνος τών Γάλλων αρχ. ως… …

    Dictionary of Greek