μασκαύλης

  • 1μασκαύλης — μασκαύλης, ὁ (Α) σκάφη, λουτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερη μεταγραφή τού εβρ. maskel «λεκάνη πλυσίματος»] …

    Dictionary of Greek