μαρτῠροῦμαι

  • 1μαρτυροῦμαι — μαρτῠροῦμαι , μαρτύρομαι call to witness fut ind mp 1st sg (attic epic doric) μαρτυρέω bear witness pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μαρτυρώ — άω και έω (AM μαρτυρῶ, έω) [μάρτυρας] 1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω 2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῑς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ) 3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο… …

    Dictionary of Greek