μαρτύριον
1μαρτύριον — testimony neut nom/voc/acc sg μαρτυρέω bear witness imperf ind act 3rd pl (doric) μαρτυρέω bear witness imperf ind act 1st sg (doric) …
2μαρτυρίοις — μαρτύριον testimony neut dat pl μαρτυρέω bear witness pres opt act 2nd sg (doric) …
3μαρτυρίοισι — μαρτύριον testimony neut dat pl (epic ionic aeolic) μαρτυρέω bear witness pres part act masc/neut dat pl (doric) …
4μαρτυρίου — μαρτύριον testimony neut gen sg …
5μαρτυρίων — μαρτύριον testimony neut gen pl μαρτυρέω bear witness pres part act masc nom sg (doric) …
6μαρτυρίῳ — μαρτύριον testimony neut dat sg …
7μαρτύρια — μαρτύριον testimony neut nom/voc/acc pl …
8моучениѥ — МОУЧЕНИ|Ѥ (304), ˫А с. 1. Страдание, мука, мучение; у христиан – мученический подвиг во имя Христа: •з҃• бо мѣстъ ѥсть разньствъ м(о)лтвьныихъ. отъ сихъ три подъ страхъмь сѹть и подъ мѹчениѥмь. ины же четыри сп҃саѥмыихъ сѹть. (ὑπὸ... κόλλασιν)… …
9μαρτύριο — το (AM μαρτύριον) 1. αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο (α. «τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι το ισχυρότερο μαρτύριο τής ενοχής του» β. «μαρτύριον δέ Δήλου γὰρ καθαιρομένης...», Θουκ.) 2. κακοποίηση ή βασανιστήριο μέχρι θανάτου («οι χριστιανοί… …
10Ανδρέας (άγιος) — Αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και ένας από τους 12 Αποστόλους. Καταγόταν από τη Βηθεσδά της Γαλιλαίας (Ιω. 1,44) και ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου, πριν γίνει μαθητής του Χριστού (Ιω. 1,40 εξ.). Ονομάζεται Πρωτόκλητος,γιατί ήταν από τους… …