μαρτύριον

  • 41LOTIO Manuum — apud Hebraeos, anxie ac superstitiose iam inde ab antiquis temporibus, uti diximus, observata est. Hinc Pharisaei et quidam ex Scribis, quum vidislent quosdam ex discipulis Iesu, Marci c. 7. v. 2. pollutis manibus, i. e. illotis edere panem,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 42MARTYRARIUS — in Ecclesia Romanaidem qui Mansionarius, seu Custos Ecclesiae, cui incumbit reliquias Maertyrum in Aedibus sacris custodire et asservare, apud Gregorium Turonens. de Mirac. l. 2. c. 46. Custos Martyrum, apud Anastasium in Silvestro etc. Vide… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 43πολυβάσανος — ον, Μ αυτός που γίνεται με πολλά βάσανα, που χαρακτηρίζεται από πολλά βάσανα («πολυβάσανον μαρτύριον», Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βάσανος «βασανιστήριο, πόνος»] …

    Dictionary of Greek

  • 44σκάφευση — η / σκάφευσις, εύσεως, ΝΜΑ (στους Πέρσες) σκληρός τρόπος θανατικής εκτέλεσης και μαρτυρίου κατά τον οποίο τοποθετούσαν τον κατάδικο ανάμεσα σε δύο σκάφες αφήνοντας έξω από αυτές το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του εκτεθειμένα στον ήλιο και… …

    Dictionary of Greek

  • 45σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 46στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 47ψευδομαρτύριον — τὸ, Α 1. η ψευδομαρτυρία 2. φρ. «ψευδομαρτυρίου δίκη» καταγγελία για ψευδομαρτυρία ή για επιορκία (Κρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μαρτύριον (< μαρτυρῶ, έω)] …

    Dictionary of Greek

  • 48άγιοι — Ο όρος, με χριστιανική σημασία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει τα μέλη της εκκλησίας, τους χριστιανούς. Από τον 2o αι. και ύστερα η εκκλησία ονομάζει α. μόνο τους μάρτυρες (εκείνους που ομολόγησαν τη χριστιανική τους πίστη με μαρτυρικό… …

    Dictionary of Greek

  • 49Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …

    Dictionary of Greek

  • 50Ωριγένης — (Αλεξάνδρεια 183; – Τύρος 253/4 μ.Χ.). Αφρικανός θεολόγος. Μαθητής του Κλήμη στο Διδασκαλείον της Αλεξάνδρειας, νέος ακόμα ανέλαβε, με εντολή του επισκόπου Δημητρίου, τη διεύθυνση της προπαρασκευαστικής σχολής των κατηχουμένων. Από τα χρόνια αυτά …

    Dictionary of Greek