μαρνάμενος

  • 1μαρνάμενος — μάρναμαι fight pres part mp masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2PERICLYMENUS — Nelei fil. frater Nestoris et Chronii, Homer. 2. Od. Cui a Neptuno avo concessum erat, ut in quas visum esset formas se posset transformare. Testatur hoc Euphorion, in his. Περικλύμενον τ᾿ ἀγέρωχον Ο῎λβιον, ᾧ πόρε δῶρα Ποσειδάων Ε᾿νοσίχθων Παντȏι …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3μορνάμενος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαχόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού μαρνάμενος, μτχ. τού μάρναμαι*] …

    Dictionary of Greek

  • 4όαρ — ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α) 1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαρας γάμους, οἱ δὲ γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις… …

    Dictionary of Greek