μαρμάρινος
1Μαρμάρινος — of marble masc nom sg …
2μαρμάρινος — of marble masc nom sg …
3μαρμάρινος — η, ο (AM μαρμάρινος, η, ον) [μάρμαρος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμαρένιος («μαρμάρινον ἄγαλμα», Θεόκρ.) …
4μαρμάρινος — η, ο μαρμαρένιος, φτιαγμένος από μάρμαρο: Μαρμάρινες στήλες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μαρμαρίνων — μαρμάρινος of marble fem gen pl μαρμάρινος of marble masc/neut gen pl …
6μαρμάρινον — μαρμάρινος of marble masc acc sg μαρμάρινος of marble neut nom/voc/acc sg …
7μαρμαρίνη — μαρμάρινος of marble fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8μαρμαρίνην — μαρμάρινος of marble fem acc sg (attic epic ionic) …
9μαρμαρίνης — μαρμάρινος of marble fem gen sg (attic epic ionic) …
10Μαρμαρίνοις — Μαρμάρινος of marble masc dat pl …