μαριεύς
1μαριεύς — μαριεύς, έως, ὁ (Α) λίθος ο οποίος αναφλέγεται όταν στάξει κανείς νερό πάνω στην επιφάνειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με μαρίλη*] …
2μαριεύς — a stone that takes fire when water is poured on it masc nom sg …
3μαριέων — μαριεύς a stone that takes fire when water is poured on it masc gen pl μαριέω̆ν , μαριεύς a stone that takes fire when water is poured on it masc gen pl …
4μαριέως — μαριέω̆ς , μαριεύς a stone that takes fire when water is poured on it masc gen sg μαριεύς a stone that takes fire when water is poured on it masc nom sg (epic ionic) …
5μαρίλη — η (Α μαρίλη και μαρίλα) 1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται 2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη νεοελλ. λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας αρχ. διάπυρη τέφρα, χόβολη.… …
6μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… …
7μαριέα — μαριέᾱ , μαριεύς a stone that takes fire when water is poured on it masc acc sg …