μαρείνη

  • 1μαρίλη — η (Α μαρίλη και μαρίλα) 1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται 2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη νεοελλ. λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας αρχ. διάπυρη τέφρα, χόβολη.… …

    Dictionary of Greek