μαρασμός
1μαρασμός — withering masc nom sg …
2μαρασμός — Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού. * * * ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω] 1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά 2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας …
3μαρασμός — ο 1. η εξασθένηση των σωματικών δυνάμεων. 2. μτφ., η κατάπτωση, η παρακμή: Ο μαρασμός της επαρχίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μαρασμοῖς — μαρασμός withering masc dat pl …
5μαρασμοί — μαρασμός withering masc nom/voc pl …
6μαρασμοῦ — μαρασμός withering masc gen sg …
7μαρασμούς — μαρασμός withering masc acc pl …
8μαρασμῶν — μαρασμός withering masc gen pl …
9μαρασμῷ — μαρασμός withering masc dat sg …
10μαρασμόν — μαρασμός withering masc acc sg …