μανός

  • 91μανώ — μανῶ, όω (Α) [μανός] κάνω κάτι πορώδες ή αραιό, χαλαρώνω, αραιώνω, μαλακώνω …

    Dictionary of Greek

  • 92μανώδης — μανώδης, ῶδες (Α) [μανός] αυτός που έχει χαλαρή σύσταση, αραιός, μαλακός …

    Dictionary of Greek

  • 93μανώς — μανῶς (Α) επίρρ. β. μανός …

    Dictionary of Greek

  • 94μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 95μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 96Αγγελόπουλος, Θόδωρος — (Αθήνα 1935 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Τιμήθηκε το 1980 με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ Βενετίας. Σπούδασε νομικά και κινηματόγραφο στην Αθήνα και το Παρίσι. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1968 με τη μικρού μήκους ταινία Εκπομπή.Έγινε… …

    Dictionary of Greek

  • 97Αλεξίου, Χάρις ή Χαρούλα — Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας Χαρούλας Ρούπακα. Γεννημένη στη Θήβα, σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα και έκανε ερασιτεχνικές εμφανίσεις στο κέντρο Αρχιτεκτονική. Πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1971 (Μικρά… …

    Dictionary of Greek

  • 98Αστεριάδη, Πόπη — (Αθήνα 1948 –). Τραγουδίστρια. Πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο της μουσικής το 1965 και αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του λεγόμενου Νέου Κύματος, μαζί με τους Μιχάλη Βιολάρη, Καίτη Χωματά κ.ά. Υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής τις… …

    Dictionary of Greek

  • 99Βελισάριος — I (Θράκη 505 – Κωνσταντινούπολη 565 μ.Χ.).Στρατηγός του Βυζαντίου. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της πρώτης βυζαντινής περιόδου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως μέλος της φρουράς του Ιουστινιανού και ανέβηκε στους ανώτατους… …

    Dictionary of Greek

  • 100Γκάτσος, Νίκος — (Χάνια Αρκαδίας 1911 – Αθήνα 1992). Ποιητής και μεταφραστής της λογοτεχνίας. Αποφοίτησε από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στον λογοτεχνικό χώρο με ποιήματά του στα περιοδικά Νέα Εστία (1931) και Ρυθμός (1933). Το… …

    Dictionary of Greek