μανός
81μαγνιά — η λεπτό και αραιό αραχνοΰφαντο ύφασμα, πέπλο, μαγνάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. μανός «χαλαρός, αραιός», + κατάλ. ιά, με ανάπτυξη γ προ τού ν (πρβλ. μαγνάδι)] …
82μανάκις — (Α) επίρρ. σπάνια, λίγες φορές («μανάκις ὀλιγάκις, σπανίως», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «χαλαρός, σπάνιος», κατά το πολλάκις] …
83μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …
84μανούρι — το είδος τυριού τύπου μυζήθρας, το οποίο είναι πλούσιο σε λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. ενός όψιμου μσν. μανούρα < μανός «αραιός». Κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, από ιταλ. mano «χέρι»] …
85μανόμετρο — Συσκευή για την απευθείας μέτρηση της πίεσης η οποία ασκείται επί ενός ρευστού. Ο συνηθέστερος τύπος στη βιομηχανία και στην καθημερινή χρήση είναι το μεταλλικό μ. του Μπουρντόν, το οποίο αποτελείται από έναν ελαστικό μεταλλικό σωλήνα σε σχήμα… …
86μανόσπορος — μανόσπορος, ον (Α) ο αραιά σπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + σπόρος] …
87μανόστημος — μανόστημος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό στημόνι, ο λεπτά υφασμένος («μανόστημοι πέπλοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + στημος (< στήμων), πρβλ. αραιόστημος, πολύ στημος] …
88μανότης — μανότης, ητος, ἡ (Α) [μανός] 1. η χαλαρότητα, το πορώδες τής σύστασης, σε αντιδιαστολή προς την πυκνότητα («σπληνὸς μανότης», Πλάτ.) 2. σπανιότητα, αραιότητα (μανότης τῶν φυτευομένων», θεόφρ.) …
89μανόφυλλος — μανόφυλλος, ον (Α) αυτός που έχει αραιά φύλλα, ολιγόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός + φύλλο] …
90μανόχρους — μανόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει χαλαρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + χρους < χροός < χρώς «επιδερμίδα» (πρβλ. ροδό χρους)] …