μανός

  • 71Famille Manos — Les Manos ou parfois Mano ou Manu (en grec : Μάνος) sont une famille grecque d’origine phanariote qui a donné plusieurs personnalités importantes à l’Empire ottoman et à la Grèce. Sommaire 1 Histoire 2 Membres célèbres 3 …

    Wikipédia en Français

  • 72Хадзидакис, Манос — Манос Хадзидакис (греч. Μάνος Χατζιδάκις; 23 октября 1925(19251023), Ксанти  15 июня 1994)  всемирно известный греческий композитор. В 1960 году он получил премию «Оскар» за песню «Дети Пирея» и музыку, написанную к фильму… …

    Википедия

  • 73manómetro — (Del gr. manos, raro, poco denso, presión + metron, medida.) ► sustantivo masculino FÍSICA Instrumento para medir la presión de los fluidos. * * * manómetro (del gr. «manós», poco denso, y « metro») m. Fís. Aparato utilizado para medir la… …

    Enciclopedia Universal

  • 74Авриани — греч. Αυριανή Тип ежедневная газета Формат печатный, электронный Основана 1 …

    Википедия

  • 75Катракис, Манос — Манос Катракис греч. Μάνος Κατράκης Дата рождения: 14 августа 1908(1908 08 14) …

    Википедия

  • 76βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… …

    Dictionary of Greek

  • 77θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… …

    Dictionary of Greek

  • 78κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …

    Dictionary of Greek

  • 79μάνυ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μικρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. μανός και μάνυζα] …

    Dictionary of Greek

  • 80μάνυζα — μάνυζα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μονοκέφαλον σκόροδον, ὅπερ ἔνιοι μώλυζαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα μανός* και μάνυ* (πρβλ. κόνυζα, μώλυζα)] …

    Dictionary of Greek