μανός

  • 101Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …

    Dictionary of Greek

  • 102Εμμανουήλ — I Αρχαίο εβραϊκό όνομα που, στην κυριολεξία, σημαίνει ο Θεός μαζί μας. Το όνομα αυτό αναφέρεται στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, γνωστό και ως βιβλίο του Εμμανουήλ, και υπήρξε αντικείμενο έντονων συζητήσεων μεταξύ των θεολόγων και των μελετητών των… …

    Dictionary of Greek

  • 103Ζαμπέτας, Γεώργιος — (Αθήνα 1925 – Αθήνα 1992). Συνθέτης και ερμηνευτής του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού. Μεγάλωσε στην Ακαδημία Πλάτωνος και έμαθε μπουζούκι από τον πατέρα του, ερασιτέχνη μουσικό. Πρωτοεμφανίστηκε στο μουσικό στερέωμα το 1953 και γρήγορα… …

    Dictionary of Greek

  • 104Θεοδωρόπουλος, Τάκης — (Αθήνα 1954 –). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Ήταν διευθυντής σύνταξης του πολιτιστικού περιοδικού Το Τέταρτο, το οποίο εξέδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ανάμεσα στα βιβλία του ξεχωρίζουνΤο αδιανόητο τοπίο(1991) και Η πτώση του Νάρκισσου(1994), τα… …

    Dictionary of Greek

  • 105Ιάκωβος Αργείος — Βλ. λ. Μάνος …

    Dictionary of Greek

  • 106Καμπανέλλης, Ιάκωβος — (Νάξος 1922 –). Θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος, ποιητής και ακαδημαϊκός. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση (1941 44) και συνελήφθη από τους ναζί, οι οποίοι τον οδήγησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν (1943 45). Αυτές οι εμπειρίες… …

    Dictionary of Greek

  • 107Μαμαγκάκης, Νίκος — (Ρέθυμνο 1929 –). Συνθέτης. Καταγόμενος από οικογένεια παραδοσιακών μουσικών, άρχισε τις μουσικές του σπουδές στη Φιλαρμονική Ρεθύμνου και συνέχισε στο Ελληνικό Ωδείο (1947 53) με τους Μιλτιάδη Κουτούγκο, Αντίοχο Ευαγγελάτο, Μάριο Βάρβογλη και… …

    Dictionary of Greek

  • 108ԱՆԳԱՅՏ — (ի, ից.) NBH 1 0124 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 11c, 12c ա. Իբր անխիտ. անօսր. նօսր. ոչ հոծ. նօսր, լանկեկ, ցանցառ. ... μανός, ἁραιός rarus, tenuis *Անգայտ եւ թոյլ իմն է: Զխիտն, եւ զանգայտն. Նիւս. կազմ. եւ Նիւս. բն.:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 109μαναῖν — μᾱναῖν , μανός loose fem gen/dat dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 110μαναῖς — μᾱναῖς , μανός loose fem dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)