μαντεύω
91πετυχαίνω — Ν 1. σημαδεύω με επιτυχία, βρίσκω τον στόχο («τόν πέτυχα στο πόδι») 2. εννοώ ή μαντεύω («τό πέτυχες, αυτός ήταν») 3. συναντώ τυχαία κάποιον («τόν πέτυχα στη στάση») 4. κατορθώνω αυτό που επιδιώκω («πέτυχε ό,τι ήθελε» 5. (για εξετάσεις,… …
92πολυμάντευτος — ον, Α αυτός για τον οποίο έχουν γίνει πολλές μαντείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαντευτός (< μαντεύω), πρβλ. α μάντευτος] …
93προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …
94προμαντεύω — ΝΜΑ 1. μαντεύω τα μέλλοντα να συμβούν, προφητεύω νεοελλ. προαισθάνομαι αρχ. μέσ. προμαντεύομαι α) προμαντεύω β) προβλέπω («εὐθὺς οἱ ἄνθρωποι τὸν ὄλεθρον τῷ Δρούσῳ ἐξ αὐτοῡ τούτου προεμαντεύσαντο», Ευρ.) γ) συμβουλεύομαι το μαντείο προηγουμένως …
95ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …
96σημειοσκοπούμαι — έομαι, Α [σημειοσκόπος] μαντεύω …
97σπλαγχνεύω — Α [σπλάγχνα] 1. τρώω τα σπλάγχνα τού σφαγίου μετά από τη θυσία («ἐπὴν... λύπῇ θύοντας καὶ σπλαγχνεύειν ἐπιθυμῇ», Αριστοφ.) 2. μαντεύω από τα σπλάγχνα τών σφαγίων («ἐσπλάγχνευον ἀναφθεγγόμεναι νίκην τοῑς οἰκείοις», Στράβ.) 3. (το παθ.)… …
98υδρομάντευση — η, Ν υδρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μαντεύω] …
99υδρομαντευτής — ο, Ν αυτός που κάνει υδρομαντεύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μαντεύω] …
100υδρομαντευτική — ἡ, Μ η τέχνη τής ανεύρεσης υπόγειων στρωμάτων νερού με μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μαντεύω] …