μαντεύω

  • 81μαντευτικός — ή, ό (Α μαντευτικός, ή, όν) [μαντεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαντεία, μαντικός …

    Dictionary of Greek

  • 82μαντευτός — μαντευτός, ή, όν (Α) [μαντεύω] 1. αυτός για τον οποίο το μαντείο έχει δώσει χρησμό («ἧχ ὁ μαντευτὸς γόνος», Ευρ.) 2. ο προκαθορισμένος, ο προδιαγεγραμμένος από τον χρησμό («τά τε μαντευτὰ ἱερὰ θύουσιν», Αριστοτ.) 3. «μαντευτοὶ λόγοι» άθροισμα… …

    Dictionary of Greek

  • 83μαντεύομαι — (AM μαντεύομαι) βλ. μαντεύω …

    Dictionary of Greek

  • 84μαντεύσιμος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί να μαντεύσει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντεύω (αόρ. ἐ μάντευσ α) + κατάλ. ιμος (πρβλ. διαπραγματεύσ ιμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 85νεκρομαντεία — Mαντική τεχνική, στην οποία ο χρησμός λαμβάνεται από έναν νεκρό, την επέμβαση του οποίου επικαλούνται οι άνθρωποι κατά διάφορους τρόπους· οι αρχαίοι την έλεγαν και νεκυομαντεία, από τη λέξη νέκυια, που σήμαινε τη σχετική μαγική τελετή. Κλασικό… …

    Dictionary of Greek

  • 86ορνεοσκοπώ — ὀρνεοσκοπῶ, έω (Α) [ορνεοσκόπος] μαντεύω το μέλλον από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής τών πτηνών …

    Dictionary of Greek

  • 87ορνιθιάζω — ὀρνιθιάζω (Α) [όρνις, ιθος] μαντεύω το μέλλον παρατηρώντας το πέταγμα ή την κραυγή πτηνών …

    Dictionary of Greek

  • 88οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… …

    Dictionary of Greek

  • 89παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α …

    Dictionary of Greek

  • 90παραμάντεμα — το αίνιγμα, γρίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μάντεμα (< μαντεύω)] …

    Dictionary of Greek