μαντεύω

  • 71κυβομαντεία — η μαντεία που γίνεται με χρησιμοποίηση κύβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. ονειρο μαντεία, ορνιθο μαντεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθ. Σταγειρίτη] …

    Dictionary of Greek

  • 72κυνομαντεία — κυνομαντεία, ἡ (Α) μαντεία που γίνεται με την παρατήρηση τής συμπεριφοράς τών σκύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. ορνιθο μαντεία, υδρο μαντεία] …

    Dictionary of Greek

  • 73λιβανομαντ(ε)ία — η είδος μαντείας που γίνεται με παρακολούθηση τής διεύθυνσης ή τών σχημάτων τού καπνού που βγαίνει από καιγόμενο λιβάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λιβανομαντία < λιβανομάντης. Ο τ. λιβανομαντεία < λίβανος + μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. αστρο μαντεία,… …

    Dictionary of Greek

  • 74λιθομαντεία — Μέθοδος μαντικής κατά την αρχαιότητα, τόσο στη Ελλάδα όσο και σε άλλες περιοχές. Η πρόβλεψη των μελλοντικών γεγονότων γινόταν με διάφορες μαγικές πέτρες και με ανάγλυφες παραστάσεις. Πριν από την πρόβλεψη, γίνονταν θυσίες. Ο Απόλλων είχε χαρίσει… …

    Dictionary of Greek

  • 75λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα …

    Dictionary of Greek

  • 76μάντευμα — και μάντεμα, το (AM μάντευμα) [μαντεύω] η απάντηση τού μαντείου, ο χρησμός, η προφητεία («τούτῳ θεοῡ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 77μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 78μαντεία — η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) [μαντεύω] 1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῑται ὅ,τι… …

    Dictionary of Greek

  • 79μαντεμός — μαντεμός, ὁ (Μ) [μαντεύω] προφητεία, χρησμός …

    Dictionary of Greek

  • 80μαντευτής — ο, θηλ. μαντεύτρια και μαντεύτρα (AM μαντευτής, θηλ. μαντεύτρια, Μ και μαντεύτρα) [μαντεύω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να προφητεύει τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, ο μάντης …

    Dictionary of Greek