μαντεύω

  • 61θριάζω — (Α) 1. κατέχομαι από μαντική, έκσταση, προφητεύω, μαντεύω 2. μαζεύω φύλλα συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί, με τη σημ. «ενθουσιάζω, προφητεύω» και < θρίον, με τη σημ. «συλλέγω φύλλα συκιάς»] …

    Dictionary of Greek

  • 62θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …

    Dictionary of Greek

  • 63ιερομαντία — και ιερομαντεία, ἡ (Α ἱερομαντία) το να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα με την παρατήρηση τών σπλάχνων τών θυσιαζόμενων ζώων, η ιεροσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ιερομαντία < ιερόμαντις*, ενώ ο τ. ιερομαντεία < ιερ(ο) * + μαντεία < μαντεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 64κακοιώνιστος — κακοιώνιοτος, ον (Μ) αυτός που έχει κακούς οιωνούς, δυσοίωνος, απαίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οἰωνίζομαι «προλέγω, μαντεύω από οιωνούς»] …

    Dictionary of Greek

  • 65καλοιώνιστος — καλοιώνιστος, ον (Α) ευοίωνος, αίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλῶς) + οἰωνίζομαι «προλέγω, μαντεύω από οιωνούς»] …

    Dictionary of Greek

  • 66καταφοιβάζω — (Μ) προφητεύω, μαντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φοιβάζω «προφητεύω, εμπνέω»] …

    Dictionary of Greek

  • 67καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… …

    Dictionary of Greek

  • 68κοσκινομαντεία — η (Α κοσκινομαντεία) η τέχνη να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να ανακαλύπτει μυστικά ανακινώντας στάχια ή όσπρια μέσα σε κόσκινο ή καρφώνοντας το ένα σκέλος ψαλιδιού στη στεφάνη τού κόσκινου και κρεμώντας το άλλο με κλωστή ώστε το κόσκινο να… …

    Dictionary of Greek

  • 69κριθοφορώ — κριθοφορῶ, έω (Μ) [κριθοφόρος] μαντεύω με το ρίξιμο τού κριθαριού …

    Dictionary of Greek

  • 70κρυσταλλομαντεία — η μαντεία που γίνεται με την εξέταση τών μορφών που σχηματίζονται πάνω σε κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + μαντεία (< μαντεύω). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως] …

    Dictionary of Greek