μαντεύω

  • 51μεμάντευσαι — μαντεύομαι divine perf ind mp 2nd sg μαντεύομαι divine perf ind mp 2nd sg μαντεύω divine perf ind mp 2nd sg μαντεύω divine perf ind mp 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 52άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …

    Dictionary of Greek

  • 53έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …

    Dictionary of Greek

  • 54αστρολογώ — (AM ἀστρολογῶ, έω) [αστρολόγος] νεοελλ. μαντεύω το μέλλον με την παρατήρηση των άστρων αρχ. 1. ασχολούμαι με την αστρονομία 2. «τα αστρολογούμενα» πραγματείες σχετικές με τα ουράνια σώματα …

    Dictionary of Greek

  • 55αστρονομώ — (AM ἀστρονομῶ, έω) [αστρονόμος] ασχολούμαι με την αστρονομία μσν. νεοελλ. μαντεύω το μέλλον παρατηρώντας τ άστρα νεοελλ. προσπαθώ να μαντέψω τον καιρό αρχ. παθ. «ὡς νῡν ἀστρονομεῑται» όπως ασκείται τώρα η αστρονομία …

    Dictionary of Greek

  • 56γαστρομαντεύομαι — (Α) μαντεύω εξετάζοντας την κοιλιά ζώου …

    Dictionary of Greek

  • 57εφορεία — και εφορία, η (ΑΜ ἐφορεία και ἐφορία) επίβλεψη, εποπτεία, επόπτευση, επιστασία νεοελλ. 1. αρχή ή υπηρεσία που ασκεί εποπτεία, επίβλεψη σε κάτι («εφορεία αρχαιοτήτων» «σχολική εφορεία»), 2. κρατική υπηρεσία που έχει έργο τη βεβαίωση τών φόρων και… …

    Dictionary of Greek

  • 58ηλιομαντεία — ἡλιομαντεία, ἡ (Α) η μαγική επίκληση τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. αστρο μαντεία, ορνιθο μαντεία] …

    Dictionary of Greek

  • 59θειάζω — (Α) [θείος (Ι)] 1. είμαι εμπνευσμένος, έχω θεία έμπνευση και μαντεύω, προφητεύω («ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν» και όσοι τους έκαναν να ελπίσουν με μαντείες, Θουκ.) 2. λαμβάνω θεία έμπνευση («θειάζει καὶ θεοφορεῖται» είναι θεϊκά… …

    Dictionary of Greek

  • 60θεομαντεία — θεομαντεία, ή (Α) μαντεία με θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαντεία (< μαντεύω)] …

    Dictionary of Greek