μανδρεύω

  • 1μανδρεύω — (AM) [μάνδρα] μαντρώνω, κλείνω κάποιον σε μάντρα μσν. κλείνω κάποιον σε μοναστήρι ως μοναχό …

    Dictionary of Greek

  • 2μάνδρευμα — μάνδρευμα, τὸ (AM) [μανδρεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μανδρεύω 2. τόπος μαντρωμένος, μάντρα μσν. μτφ. μοναστήρι, μονή …

    Dictionary of Greek