μαλθ-

  • 1κοντακιανός — ή, ό κάπως κοντός, κοντούτσικος, μικρού αναστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) «βραχύς» κατά τα μτγν. επίθ. λεπτ ακ ινός, μαλθ ακ ινός, και με επίδραση τών επιθέτων σε ανός] …

    Dictionary of Greek

  • 2παρδακός — και παρδοκός, όν, Α δίυγρος, νοτερός (α. «παρδακὸν χωρίον» β. «παρδακὰ εἵματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει την κατάλ. ακός, όπως τα μαλθ ακός, σαβ ακός] …

    Dictionary of Greek

  • 3τεφρακός — ή, όν, Α (για φάρμακο που χρησιμοποιούσαν για τους οφθαλμούς) κατασκευασμένο από τέφρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + επίθημα ακός (πρβλ. μαλθ ακός)] …

    Dictionary of Greek