μαλθακίζομαι
21μεμαλθακισμένους — μαλθακίζομαι to be softened perf part mp masc acc pl …
22ἐμαλθακίζετο — μαλθακίζομαι to be softened imperf ind mp 3rd sg …
23ἐμαλθακίσθη — μαλθακίζομαι to be softened aor ind mp 3rd sg …
24μαλθακισθένθ' — μαλθακισθέντα , μαλθακίζομαι to be softened aor part mp neut nom/voc/acc pl μαλθακισθέντα , μαλθακίζομαι to be softened aor part mp masc acc sg μαλθακισθέντι , μαλθακίζομαι to be softened aor part mp masc/neut dat sg μαλθακισθέντε , μαλθακίζομαι… …
25απομαλακίζομαι — ἀπομαλακίζομαι κ. μαλθακίζομαι, κ. μαλθακοῡμαι ( όομαι) (Α) δέχνομαι υπερβολικά μαλακός, αδύναμος, άτολμος, δειλός …
26καταμαλθακίζομαι — (Α) αποχαυνώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαλθακίζομαι «γίνομαι μαλθακός»] …
27μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… …