μαλάχης
1μαλάχης — μαλάχη mallow fem gen sg (attic epic ionic) …
2αγριομάλαχον — ἀγριομάλαχον, το (Μ) είδος μαλάχης, πιθ. η Malva silvestris. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μτγν. ουσ. ἀγριομαλάχη] …
3περιεσθίω — Α 1. τρώω ή δαγκώνω κάτι γύρω γύρω («περιεσθίων τὸ σκληρὸν τῆς μαλάχης φύλλον», Λουκιαν.) 2. φθείρω κάτι γύρω γύρω («διὰ τὸν χρόνον τοῡ ἰοῡ περιφαγόντος τὸ ἀσθενὲς τοῡ σιδήρου», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐσθίω «τρώω»] …