μαλάβαθρον
1μαλάβαθρον — και μαλόβαθρον, τὸ (Α) αρωματικό ινδικό φυτό, πιθ. είδος τού κινναμώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. < αρχ. ινδ. tamāla pattra «τα φύλλα τού δέντρου tamāla », το οποίο μεταγράφηκε στην Ελληνική ως μαλάβαθρον (πρβλ. λατ. malabathrum και… …
2μαλάβαθρον — leaf of Cinnamomum Tamala neut nom/voc/acc sg …
3μαλαβάθροιο — μαλάβαθρον leaf of Cinnamomum Tamala neut gen sg (epic) …
4μαλαβάθρου — μαλάβαθρον leaf of Cinnamomum Tamala neut gen sg …
5μαλαβάθρινος — μαλαβάθρινος, ον (Α) [μαλάβαθρον] παρασκευασμένος από μαλάβαθρον («μαλαβάθρινον ἔλαιον», Σωρ.) …
6Indisches Lorbeerblatt — Blätter getrocknet Systematik Klasse: Bedecktsamer (Magnoliopsida) …
7MALABATHRUM — apud Horat. l. 2. Carm. od. 7. Cum quo morantem saepe diem merô Fregi coronatus nitentes Malabathrô Syriô capillos: pro malabathrino unguento, quod alias Foliatums, a Malabathrô, seu Folio per excellentiam sic dicto, quod inter mirisica suavitate …
8TAMALABATHRA seu TAMALAPATRA — TAMALABATHRA, seu TAMALAPATRA Indis dicitur Folium Indicum, unde μαλάβαθρον suum Graeci formâsse videntur. Salmas. ad Solin. p. 1072. Vide supra ubi de Folio Indico et Malabathro …
9αδρόσφαιρος — ἁδρόσφαιρος, ον (Α) αυτός που έχει αδρές, μεγάλες σφαίρες, χοντρούς θρόμβους. (Αναφέρεται για το μαλάβαθρον, φύλλο τού είδους Cinnamomon Tamala ή albiflorum τού γένους Κιννάμωμο]. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + σφαίρα] …
10βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… …
- 1
- 2