1μακύνω — (Α) (δωρ.τ.) βλ. μηκύνω …
Dictionary of Greek
2μηκύνω — (ΑΜ μηκύνω, Α δωρ. τ. μακύνω) [μήκος] μεγεθύνω κατά μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι περαιτέρω τοῡ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», Ξεν.) μσν. αρχ. μέσ. μηκύνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω αρχ. 1. αυξάνω τη χρονική διάρκεια… …
Dictionary of Greek