μακέλη
1μακέλη — μακέλη, ἡ (Α) βλ. μάκελλα …
2μακέλη — μακέλας masc voc sg μακέλη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3μακέλᾳ — μακέλαι , μακέλας masc nom/voc pl μακέλᾱͅ , μακέλας masc dat sg (doric aeolic) μακέλαι , μακέλη fem nom/voc pl μακέλᾱͅ , μακέλη fem dat sg (doric aeolic) …
4μάκελλα — και μακέλλη, η (Α μάκελλα και μακέλη) γεωργικό εργαλείο για σκάψιμο, τσάπα, τσαπί («θεράπων μακέλλην ἔχων ἐπιφοροίη τῆς γῆς αὐτοῑς», Λουκιαν.) μσν. σφαγείο αρχ. μτφ. κεραυνός («μή σου γένος πανώλεθρον Διὸς μακέλλῃ πᾱν ἀναστρέψῃ Δίκη», Αριστοφ.).… …
5μάκκορ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐργαλεῑον γεωργικὸν ὡς δίκελλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τις λ. μακέλη / μάκελλα* και μακκούρα*] …
6μάσκη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάσκη (< *μακ σκα) συνδέεται πιθ. με τη λ. μακέλη*] …
7μακκούρα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. μακέλη / μάκελλα* και μάκκορ*] …
8μακέλαις — μακέλας masc dat pl μακέλη fem dat pl …
9μακέλην — μακέλας masc acc sg (attic epic ionic) μακέλη fem acc sg (attic epic ionic) …
10μακέλῃσι — μακέλας masc dat pl (epic ionic) μακέλη fem dat pl (epic ionic) …
- 1
- 2