μακρό-θεν
1χερσόθεν — ΜΑ επίρρ. από τη στεριά, από την ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. ο θεν (πρβλ. ἀγρό θεν, μακρό θεν)] …
2μονόθεν — και ιων. τ. μουνόθεν (Α) επίρρ. 1. από ένα μέρος 2. από τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μακρό θεν)] …
3πλαγιόθεν — Α επίρρ. από τα πλάγια, από το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μακρό θεν)] …
4σκαιόθεν — ΜΑ επίρρ. (τροπ.) από τα αριστερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μακρό θεν)] …