μακρό-βιος

  • 1ιθύβιος — ἰθύβιος, ον (Α) ευθύς, τίμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + βιος (< βίος), πρβλ. ισό βιος, μακρό βιος] …

    Dictionary of Greek

  • 2καλόβιος — καλόβιος, ον (Α) αυτός που ζει ευπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βιος (< βίος), πρβλ. βραχύ βιος, μακρό βιος] …

    Dictionary of Greek

  • 3οικτρόβιος — οἰκτρόβιος, ον (ΑΜ) αυτός που διάγει άθλιο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + βιος (< βίος), πρβλ. λιτό βιος, μακρό βιος] …

    Dictionary of Greek

  • 4λαμπρόβιος — λαμπρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει πολυτελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + βίος (πρβλ. κοινό βιος, μακρό βιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 5μακρόβιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Μαρτύρησε επί Λικινίου μαζί με τους Λουκιανό, Γορδιανό, Ζωτικό, Ηλεί και Βαλεριανό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με τους Μίλδα, Αφροδίσιο …

    Dictionary of Greek

  • 6μικρόβιος — ο αυτός που έχει μικρή διάρκεια ζωής, που ζει λίγο, λιγόζωος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * βίος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] …

    Dictionary of Greek

  • 7ρυπαρόβιος — α, ο / ῥυπαρόβιος, ον, ΝΜΑ αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + βιος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] …

    Dictionary of Greek

  • 8υγρόβιος — α, ο / ὑγρόβιος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. (για ζώα) υδρόβιος μσν. αρχ. (για πρόσ.) αυτός που ζει ή εργάζεται κοντά στο νερό, όπως λ.χ. ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + βίος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] …

    Dictionary of Greek

  • 9φαυλόβιος — α, ο / φαυλόβιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που διάγει φαύλο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + βιος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] …

    Dictionary of Greek

  • 10ομοιόβιος — ὁμοιόβιος, ον (ΑΜ) αυτός που διάγει τον ίδιο βίο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + βίος (πρβλ. μακρό βιος)] …

    Dictionary of Greek