μακράν
1μακράν — far indeclform (adverb) μακρά̱ν , μακρός long fem acc sg (attic doric aeolic) …
2μακράν — (AM μακράν, Α ιων. τ. μακρήν, Μ και μακρά) επίρρ. σε μεγάλη τοπική ή χρονική απόσταση, μακριά (α. «μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός», Ευρ. β. «ἐπεὶ τἄν οὐ μακρὰν ἔζων ἐγώ», Σοφ.) νεοελλ. έξω, εκτός μσν. φρ. «πάγω μακρά» αργώ, καθυστερώ (αρχ. φρ.… …
3μακρᾶν — μάκρα bath tub fem gen pl (doric aeolic) μακρός long masc/fem gen pl (doric) …
4μάκραν — μάκρᾱν , μάκρα bath tub fem acc sg (attic doric aeolic) …
5μακρήν — μακράν far ionic (indeclform adverb) μακρός long fem acc sg (epic ionic) …
6далече — (242) нар. 1.Далеко, дальше, подальше: Ѥгда тѩ призоветь <сильныи> то не отъстѹпа<и и> ѥгда паче призоветь тѩ. то не нападаи да не <отъринеши себе> и не стани далече да не забъвенъ бѹдеши. (μακράν) Изб 1076, 163; аще и далече… …
7Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …
8μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …
9ՀԵՌԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0087 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c, 11c ա. μακρότερος longinquior τὸ μακράν longum, longinquum. Հեռի յոյժ. կարի հեռաւոր. երկայնագոյն միջոցաւ. խելմը հեռու. ... *Հեռագոյն իցէ ճանապարհն, կամ տեղին, կամ երկիրն: Ի հեռագոյն… …
10Liste der Präpositionen im Neugriechischen — Welche Wörter zu den Präpositionen des Neugriechischen zu zählen sind, ist aus mehreren Gründen umstritten. Im Allgemeinen sind damit wie im Deutschen indeklinable Wörter oder Wortfolgen gemeint, die eine Nominalphrase regieren und dieser einen… …