-
1 μακαρόνια
[макаронья] ουσ. о.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μακαρόνια
-
2 макароны
-
3 макароны
макаронымн. τά μακαρόνια/ ἡ μακαρονάδα (кушанье). -
4 макароны
[μακαρόνυ] ουσ. πληθ. μακαρόνια -
5 макароны
[μακαρόνυ] ουσ πληθ μακαρόνια -
6 макаронник
-а α.μακαρόνια του φούρνου. -
7 макаронный
επ.των μακαρονιών•-ая фабрика φάμπρικα μακαρονιών.
|| από ή με μακαρόνια.εκφρ.- ые изделия – τα ζυμαρικά. -
8 макароны
-рон πλθ. μακαρόνια. || μακαρονάδα. -
9 откинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•откинуть камни с дороги πετώ τις πέτρες από το δρόμο•
откинуть на-зэ.д ρίχνω πίσω.
|| μτφ. αποβάλλω, διώχνω, αποποιούμαι, απαρνούμαι κάτι. || ξεπερνώ, υπερνικώ. || αφήνω, δε συμπεριλαβαίνω στο λογαριασμό, δε λογαριάζω. || μεταρρίπτω•откинуть макароны на дуршлаг αδειάζω τα μακαρόνια στο στραγγιστήρι.
2. (στρατ.) ανατρέπω βγάζω από τις θέσεις, τα οχυρά.3. μετακινώ ανεβάζω ή κατεβάζω•откинуть крышку рояля σηκώνω το κάλυμμα του πιάνου•
откинуть борт грузовика κατεβάζω το πλαϊνό του φορτηγού αυτοκίνητου.
|| μετακινώ απότομα, αναμερίζω•откинуть занавеску αναμερίζω το κουρτινάκι..
(για κεφάλι, χέρια, πόδια) ρίχνω, γυρίζω, γέρνω προς τα πίσω.1. ανοίγω απότομα.2. γέρνω, κλίνω προς τα πίσω•он -лся, упираясь на ст-ну αυτός έγειρε προς τα πίσω, στηριζόμενος στον τοίχο.
-
10 пареный
пареный 1επ.βρασμένος με ατμό.εκφρ.дешевле -ой репы – αντί πινακίου φακής• πάμφτηνα•проще -ой репы – (απλ.) απλούστατο πράγμα (όσο το να βράζεις μακαρόνια).пареный 2μτχ. του ρ. парить1. -
11 трубчатый
επ.σωληνώδης, σωληνοειδής• σωληνωτός•-ые кости τα αυλοειδή οστά•
трубчатый стебель στέλεχος (φυτού) κοίλο ή σωληνοειδές-трубчатыйые макароны σωληνοειδή μακαρόνια.
См. также в других словарях:
μακαρόνια — Βλ. λ. ζυμαρικά … Dictionary of Greek
μακαρονάδικο — το 1. το εργοστάσιο που παράγει μακαρόνια. 2. το εστιατόριο που παρασκευάζει φαγητά με βάση τα μακαρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακαρονάς — ο 1. αυτός που τρώει συνέχεια μακαρόνια: Παντρεύτηκε έναν Ιταλό μακαρονά. 2. αυτός που παρασκευάζει μακαρόνια, ο μακαρονοποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
ζυμάρι — το (Μ ζυμάριον) μίγμα από αλεύρι και υγρό το οποίο περιλαμβάνει και άλλα συστατικά, όπως μαγιά, λίπος αρτοποιίας, ζάχαρη, αλάτι, αβγά και διάφορες αρωματικές ουσίες, και χρησιμοποιείται για την παρασκευή προϊόντων αρτοποιίας νεοελλ. 1. κάθε… … Dictionary of Greek
ζυμαρικό — το [ζυμάρι] 1. κάθε παρασκεύασμα από σιτάλευρο χωρίς προσθήκη ζύμης, που ξηραίνεται στον αέρα ή σε ειδικούς θαλάμους 2. (κυρίως στον πληθ.) τα ζυμαρικά όλα τα παρασκευάσματα από άμυλο, όπως είναι τα μακαρόνια, ο φιδές, η μανέστρα κ.λπ., οι πάστες … Dictionary of Greek
κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… … Dictionary of Greek
λαζάνια — τα είδος ζυμαρικού ανάλογου με τα μακαρόνια, αλλά με σχήμα ταινίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. lasagna < δημ. λατ. lasania < λατ. lasanum < αρχ. ελλ. λάσανον «τρίπους, σχάρα»] … Dictionary of Greek
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek
μακαρονάδα — η φαγητό που παρασκευάζεται με μακαρόνια και συνοδεύεται συνήθως με τριμμένο τυρί και διάφορα είδη σάλτσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρόνι + επίθημα άδα (πρβλ. φασολ άδα)] … Dictionary of Greek