μαισωνικὰ σκώμματα
1μαισωνικός — μαισωνικός, ή, όν (Α) [Μαίσων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαίσωνα 2. φρ. «μαισωνικὰ σκώμματα» χονδροειδή αστεία …
1μαισωνικός — μαισωνικός, ή, όν (Α) [Μαίσων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαίσωνα 2. φρ. «μαισωνικὰ σκώμματα» χονδροειδή αστεία …