μαινίς
1μαινίς — μαινίς, ίδος και ῑδος, ἡ (Α) υποκορ. τού μαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνη + κατάλ. ίς (πρβλ. κυαμ ίς)] …
2μαινίς — fem nom sg …
3μαινίδα — μαινίς fem acc sg …
4μαινίδας — μαινίς fem acc pl …
5μαινίδες — μαινίς fem nom/voc pl …
6μαινίδι — μαινίς fem dat sg …
7μαινίδος — μαινίς fem gen sg …
8μαινίδων — μαινίς fem gen pl …
9μαινίσι — μαινίς fem dat pl …
10μαινίσιν — μαινίς fem dat pl …
Страницы
- 1
- 2