μαινομένιον
1μαινομένιον — μαινομένιον, τὸ (Α) [μαινoμένη] υποκορ. τού μαινομένη …
2μαινομένια — μαινομένιον neut nom/voc/acc pl …
1μαινομένιον — μαινομένιον, τὸ (Α) [μαινoμένη] υποκορ. τού μαινομένη …
2μαινομένια — μαινομένιον neut nom/voc/acc pl …