μαινομένη
11μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …
12μαινομένιον — μαινομένιον, τὸ (Α) [μαινoμένη] υποκορ. τού μαινομένη …
13φλυσσώσα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαινομένη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φλύω / φλύζω με σημ. «φλυαρώ» (βλ. λ. φλύω), μέσω μιας σημ. «λέω λόγια οργισμένα, παραληρώ», και αποτελεί τη μτχ. ενός αμάρτυρου ενεστώτα *φλυσσῶ σχηματισμένου από το ρ. φλύσσω (βλ …
14κυμαινομένη — κῡμαινομένη , κυμαίνω rise in waves pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
15κυμαινομένῃ — κῡμαινομένῃ , κυμαίνω rise in waves pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …
16λυμαινομένη — λῡμαινομένη , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
17μαινομέναι — μαινομένᾱͅ , μαίνομαι rage pres part mp fem dat sg (doric aeolic) μαινομένᾱͅ , μαινομένη fem dat sg (doric aeolic) …
18μαινομέναις — μαίνομαι rage pres part mp fem dat pl μαινομένη fem dat pl …
19μαινομέναν — μαινομένᾱν , μαίνομαι rage pres part mp fem acc sg (doric aeolic) μαινομένᾱν , μαινομένη fem acc sg (doric aeolic) …
20μαινομένην — μαίνομαι rage pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) μαινομένη fem acc sg (attic epic ionic) …