μαθ-τ-

  • 71διαφορικός — ή, ό (Μ διαφορικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαφορά 2. μαθ. αυτός που ανάγεται στο διαφορικό* 3. το ουδ. ως ουσ. το διαφορικό* μσν. 1. αυτός που συμφέρει, συμφερτικός 2. πολύτιμος …

    Dictionary of Greek

  • 72διεξοδικός — ή, ό (AM διεξοδικός, ή, όν) [διέξοδος] μσν. νεοελλ. λεπτομερής, εκτενής αρχ. 1. αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή είναι κατάλληλος γι αυτήν 2. μαθ. (για επίπεδη γραμμή) αυτός που παράγεται με τράβηγμα, χάραγμα 3. το ουδ. ως ουσ. το διεξοδικόν το… …

    Dictionary of Greek

  • 73διορισμός — Πράξη του αρμόδιου οργάνου με την οποία ένα πρόσωπο τοποθετείται σε ένα δημόσιο λειτούργημα, μια δημόσια υπηρεσία ή την υπηρεσία ενός ιδρύματος, της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Για τους ιδιωτικούς φορείς συνήθως δεν χρησιμοποιείται ο όρος δ., αλλά …

    Dictionary of Greek

  • 74δυναμοσύνολο — το·μαθ. δυναμοσύνολο ενός συνόλου Α είναι το σύνολο όλων τών υποσυνόλων του (σύμβολο 2Α) …

    Dictionary of Greek

  • 75δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 76εκθέτης — Ο αριθμός που σημειώνεται δεξιά και πάνω από άλλον αριθμό και δείχνει σε ποια δύναμη πρέπει να υψωθεί. Π.χ. αν = β, εκθέτης ο ν, ή 23 = 8, εκθέτης είναι ο αριθμός 3. * * * ο (θηλ. εκθέτις και εκθέτρια) (Α ἐκθέτης) νεοελλ. 1. αυτός που συμμετέχει… …

    Dictionary of Greek

  • 77εκκρούω — (AM ἐκκρούω) εκβάλλω με κρούση, εξωθώ μσν. 1. χτυπώ 2. (για όργανο) παίζω αρχ. μσν. εκτοξεύω, εκσφενδονίζω αρχ. 1. φυγαδεύω 2. απωθώ, αποκρούω, νικώ 3. αποστερώ, αναγκάζω κάποιον να παραιτηθεί 4. αντικρούω 5. με αποδοκιμασία αναγκάζω ηθοποιό να… …

    Dictionary of Greek

  • 78επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …

    Dictionary of Greek

  • 79επαφή — η (AM ἐπαφή) αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία) νεοελλ. 1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους τού περιοδικού») 2. σχέση, συνάφεια… …

    Dictionary of Greek

  • 80επιτρέφω — ἐπιτρέφω (Α) [τρέφω] 1. τρέφω επί πλέον, κάνω να αυξηθεί κάτι επί πλέον ή πάνω σε κάτι 2. γεν. τρέφω, διατρέφω, διατηρώ 3. μαθ. συντελώ στην αύξηση 4. παθ. ἐπιτρέφομαι α) γεννιέμαι κατόπιν, ανατρέφομαι όπως οι απόγονοι («τῶν ὕστερον ἐπιτραφέντων… …

    Dictionary of Greek