μαθ-τ-

  • 21ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 22σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για …

    Dictionary of Greek

  • 23σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… …

    Dictionary of Greek

  • 24συμμετρικός — ή, ό / συμμετρικός, ή, όν, ΝΑ [σύμμετρος] αυτός που έχει συμμετρία νεοελλ. φρ. α) «συμμετρικά σημεία ως προς σημείο» μαθ. δύο σημεία που απέχουν εξίσου από ένα τρίτο σημείο το οποίο αποτελεί το μέσον τού ευθύγραμμου τμήματος που έχει ως άκρα τα… …

    Dictionary of Greek

  • 25συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… …

    Dictionary of Greek

  • 26σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …

    Dictionary of Greek

  • 27σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… …

    Dictionary of Greek

  • 28σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …

    Dictionary of Greek

  • 29ταυτόχρονος — η, ο, Ν 1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με κάποιον άλλον, σύγχρονος 2. αυτός που έχει την ίδια χρονική διάρκεια με άλλον, ισόχρονος 3. φυσ. αυτός που γίνεται σε ίσους χρόνους, που απέχει κατά ίσα χρονικά διαστήματα από άλλον… …

    Dictionary of Greek

  • 30τριγωνομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με την τριγωνομετρία («τριγωνομετρικός τύπος») 2. φρ. α) «τριγωνομετρικές συναρτήσεις» μαθ. οι έξι βασικές συναρτήσεις μιας γωνίας, που είναι το ημίτονο, το συνημίτονο, η εφαπτομένη, η συνεφαπτομένη, η τέμνουσα και …

    Dictionary of Greek