μαθ-τ-

  • 121μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… …

    Dictionary of Greek

  • 122μεγαλωνυμώτερος — μεγαλωνυμώτερος, έρα, ον (Α) μαθ. αυτός που έχει μεγαλύτερο παρονομαστή. επίρρ... μεγαλωνυμωτέρως (Α) με μεγαλύτερο παρονομαστή …

    Dictionary of Greek

  • 123νομογράφημα — και νομόγραμμα, το μαθ. υπολογιστικός χάρτης με κλίμακες που περιέχουν τιμές τριών ή περισσότερων μεταβλητών, ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως στη μηχανική, στη βιομηχανία και στις φυσικές επιστήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nomograph / …

    Dictionary of Greek

  • 124νομογραφία — η (Α νομογραφία) [νομογράφος] νεοελλ. μαθ. μέθοδος που συνίσταται στην αντικατάσταση τών αριθμητικών υπολογισμών από πίνακες ή γραφικές παραστάσεις με γραμμές κατάλληλα σχεδιασμένες, τών οποίων τα σημεία τομής με άλλες γραμμές καθορίζουν τις… …

    Dictionary of Greek

  • 125νορμ — το, και νόρμα, η μαθ. ο μη αρνητικός αριθμός ο οποίος μπορεί να αντιστοιχιστεί σε κάθε στοιχείο ορισμένων γραμμικών χώρων με ιδιότητες ανάλογες τής απόλυτης τιμής, δηλαδή είναι γενίκευση τής έννοιας τής απόλυτης τιμής ενός πραγματικού αριθμού,… …

    Dictionary of Greek

  • 126νόρμα — η 1. μέτρο, κανόνας, γνώμονας 2. πρότυπο 3. αρχή που διέπει τις δραστηριότητες μιας ομάδας ατόμων και κατευθύνει ή ρυθμίζει μία από κοινού αποδεκτή συμπεριφορά τους 4. (βιομ.) το καθορισμένο ελάχιστο υποχρεωτικό όριο απόδοσης τών εργαζομένων στην …

    Dictionary of Greek

  • 127οκτάγωνος — και οχτάγωνος, η, ο (ΑΜ ὀκτάγωνος, ον) 1. αυτός που έχει οκτώ γωνίες («οκτάγωνο κτίσμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάγωνο μαθ. το σχήμα που έχει οκτώ γωνίες και οκτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο μσν. 1. (το ουδ. αλλά και το αρσ. ως ουσ.) οικοδόμημα… …

    Dictionary of Greek

  • 128οκτάεδρος — και οχτάεδρος, η, ο (Α ὀκτάεδρος, ον) 1. αυτός που έχει οκτώ έδρες 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάεδρο γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες νεοελλ. φρ. «κανονικό οκτάεδρο» μαθ. ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα, που έχει οκτώ έδρες οι οποίες είναι… …

    Dictionary of Greek