μαθαίνω να

  • 71μάθη — μάθη, ἡ (Α) η μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ τού μανθάνω (βλ. λ. μαθαίνω) + κατάλ. η] …

    Dictionary of Greek

  • 72μάθημα — το (AM μάθημα, Μ και μάθημαν) [μαθαίνω] καθετί που έμαθε ή μαθαίνει κάποιος («τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα ἐγεγόνεε», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. η ύλη που διδάσκεται από έναν ορισμένο κλάδο («το μάθημα τής φυσικής») 2. φρ. α) «κάνω μάθημα»… …

    Dictionary of Greek

  • 73μάθηση — Ο όρος με την ευρεία έννοια αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας κάθε έμψυχο ov, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο, προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις του, τροποποιώντας το με τη σειρά του, για να αντλήσει τα μεγαλύτερα οφέλη… …

    Dictionary of Greek

  • 74μάθος — το (AM μάθος, ους, Α ιων. γεν. εος) [μαθαίνω] 1. η μάθηση, η γνώση 2. έξη, συνήθεια («ἐπὴν πλέονα τοῡ μάθεος φάγῃ», Ιπποκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 75μαθέ — και μαθές επίρρ. 1. βέβαια («δεν ήθελε μαθές να πάει μαζί τους») 2. δηλαδή, προφανώς («θέλει μαθές να μάς κάνει τον σπουδαίο») 3. τάχα («είπε μαθές ότι θα μάς επισκεφθεί») 4. φρ. «ναι μαθές» βεβαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθε, προστακτική τού μαθαίνω …

    Dictionary of Greek

  • 76μαθαινίσκω — (Μ) πληροφορούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαθαίνω + ρημ. κατάλ. ίσκω (πρβλ. αναλ ίσκω)] …

    Dictionary of Greek

  • 77μαθεύομαι — γίνομαι γνωστός, διαδίδομαι («το νέο μαθεύτηκε αμέσως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ τού μαθαίνω, κατά τα ρ. σε εύω / εύομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 78μαθεύτρα — και μαθητεύτρα, η δασκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ τού μανθάνω (βλ. λ. μαθαίνω) + κατάλ. (εύ)τρα, αναλογικά με τα ον. που παράγονται από ρ. σε εύω (πρβλ. δουλεύ τρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 79μαθημένος — η, ο βλ. μαθαίνω …

    Dictionary of Greek

  • 80μαθητής — ο, θηλ. μαθήτρια (AM μαθητής, θηλ. μαθήτρια Α θηλ. και μαθητρίς, δωρ. τ. αρσ. μαθετάς) [μαθαίνω] 1. αυτός που διδάσκεται, αυτός που μαθαίνει από κάποιον γράμματα ή τέχνη (α. «τῆς Ἑλλάδος μαθητὴς γένοιτο», Ηρόδ. β. «τὰς τέχνας μαθητρίας γενομένας… …

    Dictionary of Greek