μαθαίνω να

  • 41απολαμβάνω — κ. λαβαίνω (AM απολαμβάνω) 1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι 2. παίρνω ό,τι μου ανήκει 3. αμείβομαι νεοελλ. 1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής 2. γλεντώ, τέρπομαι αρχ. 1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον 2. παίρνω μακριά, απομακρύνω 3. παίρνω… …

    Dictionary of Greek

  • 42αποστηθίζω — (Α ἀποστηθίζω) [στήθος] μαθαίνω ή λέγω κάτι απέξω, απομνημονεύω …

    Dictionary of Greek

  • 43αρτιδαής — ἀρτιδαής, ές (Α) αυτός που μόλις διδάχθηκε ή έμαθε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δαής < (θ.) δαη , εδάην (αόρ. β του *δάω «μαθαίνω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 44αυτοδαής — αὐτοδαής, ές (Α) αυτοδίδακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + δαής < εδάην, αόρ. β του *δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω)] …

    Dictionary of Greek

  • 45γηράσκω — (AM γηράσκω, Α και γηράω) 1. γίνομαι γέρος, γερνώ 2. φρ. «γηράσκω ἀεί διδασκόμενος» όσο μεγαλώνω μαθαίνω, διδάσκομαι αρχ. 1. είμαι γέρος 2. (για καρπούς) ωριμάζω 3. εξασθενώ, παρακμάζω, ατονώ 4. κάνω κάποιον να γεράσει, συντελώ στο γέρασμά του 5 …

    Dictionary of Greek

  • 46διακούω — (Α διακούω) 1. ακούω κάτι από την αρχή ώς το τέλος 2. παρακολουθώ κανονικά πρόγραμμα διδασκαλίας («διήκουσε τα μαθήματα») αρχ. πληροφορούμαι, μαθαίνω από κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 47διαπυνθάνομαι — και διαπεύθομαι (Α) ανακαλύπτω, μαθαίνω κάτι ρωτώντας …

    Dictionary of Greek

  • 48διασταυρώνω — (AM διασταυρῶ, όω) νεοελλ. 1. τοποθετώ αντικείμενα ώστε να σχηματίζουν σταυρό 2. φρ. α) «διασταύρωσαν τα ξίφη» μονομάχησαν β) «διασταυρώνω πληροφορίες, απόψεις κ.λπ.» μαθαίνω και συγκρίνω γ) «διασταυρώνονται δρόμοι, γραμμές κ.λπ.» τέμνονται και… …

    Dictionary of Greek

  • 49εκμανθάνω — (AM ἐκμανθάνω) 1. μαθαίνω πολύ καλά 2. αποστηθίζω 3. αποτυπώνω στη μνήμη μου 4. εξετάζω με λεπτομέρειες …

    Dictionary of Greek

  • 50εκμελετώ — ἐκμελετῶ ( άω) (AM) μελετώ καλά αρχ. διδάσκω κάποιον με φροντίδα 2. μαθαίνω καλά, εξασκούμαι …

    Dictionary of Greek