μαζόν
1μαζόν — μαστός b masc acc sg (epic ionic) …
2AMAZONES — bellicosae mulieres, magnam Asiae partem occupavêre, sic dictae, quod alterâ ex mammis careant, ab α. sine, et μάζος mamma, unde et unimammae dictae fuerunt. Eoque Virg. allusislevidetur Aen. l. 1. ubi de Penthesilea. v. 496. Aurea subnectens… …
3ἀτιμάζον — ἀτῑμάζον , ἀτιμάζω hold in no honour pres part act masc voc sg ἀτῑμάζον , ἀτιμάζω hold in no honour pres part act neut nom/voc/acc sg …
4ἠτίμαζον — ἠτί̱μαζον , ἀτιμάζω hold in no honour imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἠτί̱μαζον , ἀτιμάζω hold in no honour imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …
5CETE — Hebraeis iisdem nominibus appellantur, quibus draco, nempe thannin et leviathan: an ob formae similitudinem, an ratione molis et quia Cetus in aquatilibus tantum praestat, Ο῞ςςον αριςτεύουςιν εν ἐρπεςτῆρςι δράκοντες, Quantum in reptilibus… …
6LAC Caprinum — non magui solum in Medicina usûs, Vide inter alia infra Praesides; sed et apud quosam populos in quottidianis cibis est. Hinc Salomon Proverb. c. 27. v. 27. Et sufficiet lac caprarum ad cibum tuum et in cibis domûs tuae et in victum ancillarum… …
7θήσαι — θῆσαι (Α) (απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. *θάω έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. θῆσαι, θῆσθαι, θησάμενος) 1. (αμτθ.) πίνω γάλα από τη θηλή, θηλάζω, βυζαίνω (α. «θήσατο μαζόν» θήλασε [από] το στήθος β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι» τα… …
8κυνόμαζον — κυνόμαζον, τὸ (Α) το φυτό χαμαιλέων ο μέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + μαζον (< μαζός, άλλος τ. τού μαστός «στήθος»)] …
9λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… …
10λαθικηδής — λαθικηδής, ές και δωρ. τ. λαθικάδης, ες (Α) αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (που ανάγεται στον τ. λάθρα… …