μαδάσκομαι

  • 1μαδάσκομαι — (Μ) (για πληγή) είμαι υγρός, πυώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα (βλ. μαδῶ) + επίθημα σκομαι δηλωτικό ρ. που σημαίνουν αρχή πράξης ή κατάστασης] …

    Dictionary of Greek