μαδάρωσις
1μαδάρωσις — falling off of the hair fem nom sg …
2μαδαρώσεις — μαδάρωσις falling off of the hair fem nom/voc pl (attic epic) μαδάρωσις falling off of the hair fem nom/acc pl (attic) μαδαρόω make bald aor subj act 2nd sg (epic) μαδαρόω make bald fut ind act 2nd sg …
3μαδάρωσιν — μαδάρωσις falling off of the hair fem acc sg …
4μαδάρωση — η (AM μαδάρωσις) [μαδαρός] 1. το πέσιμο τών τριχών, η φαλάκρωση τής κεφαλής 2. (ειδ.) η πτώση τών βλεφαρίδων λόγω χρόνιας νόσου νεοελλ. η καταστροφή τής βλάστησης ενός τόπου, η αποψίλωση …
5μαδαρώσεως — μαδαρώσεω̆ς , μαδάρωσις falling off of the hair fem gen sg (attic) …