μαδαρότης
1μαδαρότης — μαδαρότης, ητος, ἡ (Α) [μαδαρός] 1. η ιδιότητα τού μαδαρού, η φαλακρότητα 2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων …
2μαδαρότης — baldness fem nom sg …
3μαδαρότητι — μαδαρότης baldness fem dat sg …
1μαδαρότης — μαδαρότης, ητος, ἡ (Α) [μαδαρός] 1. η ιδιότητα τού μαδαρού, η φαλακρότητα 2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων …
2μαδαρότης — baldness fem nom sg …
3μαδαρότητι — μαδαρότης baldness fem dat sg …