μαδαρός
1μαδαρός — wet masc nom sg …
2μαδαρός — ή, ό (AM μαδαρός, ά, όν) φαλακρός νεοελλ. μσν. (για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος, γυμνός αρχ. 1. υγρός, υδατώδης, νερουλός 2. πλαδαρός, μαλακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα (βλ. μαδῶ) + επίθημα ρος (πρβλ. πλαδάω: πλαδαρός, χαλάω: χαλαρός). Κατ άλλους,… …
3μαδαρός — ή, ό τόπος χωρίς δέντρα, γυμνός: Περπατήσαμε σε μαδαρό βουνό και μας έκαψε ο ήλιος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μαδαρά — μαδαρός wet neut nom/voc/acc pl μαδαρά̱ , μαδαρός wet fem nom/voc/acc dual μαδαρά̱ , μαδαρός wet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5μαδαρῶν — μαδαρός wet fem gen pl μαδαρός wet masc/neut gen pl μαδαρόω make bald pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαδαρόω make bald pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαδαρόω make bald pres part act masc nom sg μαδαρόω make bald pres… …
6μαδαρόν — μαδαρός wet masc acc sg μαδαρός wet neut nom/voc/acc sg …
7μαδαραί — μαδαρός wet fem nom/voc pl …
8μαδαρούς — μαδαρός wet masc acc pl …
9μαδαίος — μαδαῑος, αία, ον (Α) (ποιητ. τ. τού μαδαρός*) υγρός, πυώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μαδαρός*, από το θ. τού μαδῶ*] …
10μαδός — μαδός, ή, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαδαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μαδῶ, μαδαρός] …