μαγεῖον
1μαγείον — μαγείον, τὸ (Α) [μαγεύς] εκμαγείο («τόν γε μὴν σπλῆνα τῶν ἐντὸς μαγεῑον, ὅθεν πληρούμενος τῶν ἀποκαθαιρομένων μέγας καὶ ὕπουλος αὔξεται», Λογγίν.) …
2μαγεῖον — neut nom/voc/acc sg …
3μαγείοις — μαγεῖον neut dat pl …
4καταμαγείον — καταμαγεῑον, τὸ (Α) κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται για καθαρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαγεῖον (< μάσσω «σκουπίζω, πλάθω»), πρβλ. εκ μαγείον εμ μαγείον] …